Κριτική και υποκρισία

Πριν μερικά χρόνια διάβασα το κλασικό έργο του μεγάλου Γερμανού ιστορικού των εννοιών Reinhart Koselleck (1923-2006), «Κριτική και Κρίση. Μια μελέτη για την παθογένεια του αστικού κόσμου» [«Kritik und Krise. Eine Studie zur Pathogenese der bürgerlichen Welt» (1959)]. Πέρα από το ότι ήταν ένα συναρπαστικό αφήγημα, κυριολεκτικά βυθισμένο σε πρωτογενείς πηγές, και μου πρόσφερε μια ερμηνεία του πώς, τον 18ο αιώνα, το απολυταρχικό κράτος (απόλυτη μοναρχία) κατέστησε αναγκαία τη γένεση του αστικού Διαφωτισμού και πώς ο Διαφωτισμός καθόρισε τις συνθήκες που γέννησαν τη Γαλλική Επανάσταση, ταυτόχρονα μου φώτισε μια λεπτομέρεια που διαισθητικά με απασχολούσε καιρό: τη σχέση της σύγχρονης κριτικής με την υποκρισία. Στο βαθμό δε που, κατά τον Koselleck, ο 18ος αιώνας είναι ο προθάλαμος της σημερινής εποχής, μπορούσα από τη στιγμή που κατανόησα τα λόγια του να επιβεβαιώσω αυτήν του την πεποίθηση σε πλείστες σημερινές περιπτώσεις, όπου η κριτική (συχνά η πιο ριζική) βαδίζει αντάμα με την πιο μεγάλη υποκρισία. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι τμήμα άρθρου μου που δημοσιεύτηκε το 2019, μετά την ανάγνωση της συγκεκριμένης μελέτης, στο Τεύχος 2 του καλού περιοδικού ResPublica, με τίτλο «Αναζητώντας τις ρίζες της παθογένειας της σύγχρονης κοινωνίας. Η συμβολή του Reinhart Koselleck».

[…] Αν η μασονική στοά είναι ο χώρος όπου, μυστικά από το Κράτος, πραγματώνεται η αστική ελευθερία, η Δημοκρατία των Γραμμάτων είναι ο χώρος όπου αναδύεται το Βασίλειο της Κριτικής. Σ’ εκείνο το εκτεταμένο δίκτυο σαλονιών της καλής κοινωνίας, καφενείων, ακαδημιών, βιβλιοθηκών, θεατρικών σκηνών και άλλων αστικών χώρων ή στις απολήξεις των ταχυδρομικών δικτύων που πυκνώνουν εντός και ανάμεσα στις ηπείρους του γνωστού κόσμου, διανοούμενα μέλη των ποικίλων ομάδων που συναποτελούν την αστική τάξη, από διάφορα έθνη και μιλώντας διαφορετικές γλώσσες, άνδρες και για πρώτη φορά γυναίκες, συναντιούνται ισότιμα ή ανταλλάσσουν επιστολές και μπροσούρες, διαμορφώνοντας έναν ιδεατό χώρο στον οποίο, πέραν της πνευματικής κοινότητας των συμμετεχόντων, σφυρηλατείται ο κριτικός λόγος του Διαφωτισμού. Ο Koselleck παρακολουθεί τη διαδρομή της έννοιας της κριτικής από την αρχαιοελληνική της ετυμολογία και δια μέσω των αιώνων μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, όπου οριστικοποιείται η χρήση της ως «τέχνης του κρίνειν»˙ ως της ικανότητας να ξεχωρίζεις για κάθε περίσταση και κάθε πρόσωπο «το αληθινό από το ψευδές, το αυθεντικό από το κίβδηλο, το όμορφο από το άσχημο, το σωστό από το λάθος» και να καταλήγεις στην κατάλληλη κρίση. Επισημαίνει, δε, την καθοριστική συμβολή του Pierre Bayle, ο οποίος πάντρεψε την κριτική με τον ορθό λόγο,  μετατρέποντας την σε τέχνη του να φτάνεις σε κατάλληλα συμπεράσματα δια της ορθολογικής σκέψης και ανεξάρτητα από φιλολογικές, αισθητικές ή ιστορικές συνδηλώσεις. Συνεπώς, το υποκείμενο της κριτικής, ο ασκών την κριτική, ορθώνεται πάνω από τα διάφορα αντιπαρατιθέμενα μέρη, γίνεται λειτουργός του ορθού λόγου˙ μια αμερόληπτη αρχή προσανατολισμένη στο διαρκές ξεμασκάρεμα του λάθους και του ανορθόλογου, στη διαρκή αναζήτηση της αλήθειας που μένει να αποκαλυφθεί. Το πέρασμα στην έννοια της προόδου γίνεται το λογικό επακόλουθο αυτής της «κριτικής» απορρόφησης του παρόντος από τη μελλοντική «αποκάλυψη» της αλήθειας. Η πρόοδος γίνεται το modus vivendi της κριτικής.

Συνεχίστε την ανάγνωση του «Κριτική και υποκρισία»
Ιστολόγιο γνώμης και πληροφόρησης

του Θεόδωρου Χ. Ντρίνια

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε