Ο πόλεμος της καινοτομίας ΗΠΑ- Κίνας και ο συνειδητός (;) δευτεραγωνιστής

Σε προηγούμενη δημοσίευση είχαμε αναφερθεί στον πόλεμο της καινοτομίας που έχει ξεσπάσει μεταξύ Κίνας και Δύσης την τελευταία δεκαετία. Ασχοληθήκαμε περισσότερο με τις βαθιές διαφορές στα θεμέλια των δύο μοντέλων. Για να είμαστε, όμως, ακριβείς, ο «πόλεμος» αυτός αφορά κατά κύριο λόγο στην Κίνα και στις ΗΠΑ (και κάπως στην Ιαπωνία). Έχει επισημανθεί από αρκετούς -της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συμπεριλαμβανομένης- η μεγάλη υστέρηση της Ευρώπης στο πεδίο της καινοτομίας, πόσω μάλλον στον εν εξελίξει «πόλεμο». Διάφορες ερμηνείες έχουν δοθεί για την κατάσταση αυτή: η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, η εξάρτηση της Έρευνας και Ανάπτυξης από τις δημόσιες χρηματοδοτήσεις, η πολιτική αμερημνησία, η μαλθακότητα του οικονομικού συστήματος, η κατάσταση της ανώτερης εκπαίδευσης, ο «κρατισμός» κ.ο.κ. Οι περισσότερες από τις ερμηνείες είναι, ανοιχτά ή καλυμμένα, ιδεολογικές. Πιο κοντά σε μια απάντηση θα βρεθούμε, αν μελετήσουμε σχηματικά το μοντέλο του καπιταλισμού που έχει αναπτυχθεί με τα χρόνια στις σημαντικότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός της Δύσης (σε αντίθεση με τον πολιτικό καπιταλισμό της Κίνας και άλλων ανατολικών κρατών) έχει αναπτύξει με τα χρόνια τη δική του διαφοροποίηση σε φιλελεύθερες οικονομίες της αγοράς και συντονισμένες οικονομίες της αγοράς. Στις φιλελεύθερες οικονομίες της αγοράς ανήκουν κυρίως οι αγγλοσαξωνικές χώρες, ενώ στις συντονισμένες οικονομίες της αγοράς η Γερμανία, οι Σκανδιναβικές χώρες, και άλλες αναπτυγμένες χώρες της βόρειας Ευρώπης (πιθανώς και η Ιαπωνία). Στις δεύτερες, επίσημοι θεσμοί (π.χ. κράτος, ενώσεις εργοδοτών, συνδικάτα, ενώσεις καταναλωτών, επιμελητήρια) παρεμβαίνουν και συντονίζουν τις σχέσεις των επιχειρήσεων με τους εργαζόμενους, τους προμηθευτές, τους καταναλωτές και τις πηγές χρηματοδότησης και συνεπώς ρυθμίζουν κατά κάποιο τρόπο την αγορά. Στις πρώτες, αντίθετα, το πρόβλημα του συντονισμού των επιχειρήσεων με τα παραπάνω μέρη επιλύεται πρωτίστως από τους μηχανισμούς της ίδιας της ελεύθερης αγοράς. Οι ευρωπαϊκές, λοιπόν, συντονισμένες οικονομίες, που είναι και οι πιο ισχυρές της Ε.Ε. (με ναυαρχίδα τη Γερμανία), είναι προσνατολισμένες περισσότερο στη σταδιακώς αναπτυσσόμενη καινοτομία (παρά στη ριζική), που επικεντρώνεται σε τομείς όπως ο μηχανολογικός εξοπλισμός, τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, οι κατασκευές και τα εργαλεία μεταφορών, και εικάζεται ότι θα δώσει νέα ώθηση στη βιομηχανική και κατασκευαστική τους παραγωγή με την έλευση του επερχόμενου τεχνοοικονομικού παραδείγματος, αναβαθμίζοντας το διεθνή παραγωγικό και οικονομικό τους ρόλο. Έχοντας διατηρήσει ένα υψηλό μερίδιο της εργασίας στο εθνικό εισόδημα, αποφεύγοντας το μαζικό κλείσιμο εργοστασίων και τη μαζική φυγή της παραγωγής στις αναπτυσσόμενες χώρες, συγκρατώντας στο έδαφός τους παραγωγικές δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και συντηρώντας μηχανισμούς στήριξης και ενσωμάτωσης για τους ατυχήσαντες στην πρώτη, «επιθετική», φάση της παγκοσμιοποίησης, θεωρούν ότι θα «συντονίσουν» αποδοτικότερα την τάση επαναπατρισμού δραστηριοτήτων και την περιφερειοποίηση της παραγωγής, καθώς έχουν αναπτυγμένους προς τούτο εσωτερικούς και εξωτερικούς θεσμούς (π.χ. Ευρωπαϊκή Ένωση).

Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπ’ όψιν, τη σημαντική αυτή ιδιομορφία ευμεγέθους τμήματος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, ο καθηγητής του ΜΙΤ, Daron Acemoglu (εκ των συγγραφέων του «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη«) και οι συνεργάτες του, δίνουν μια πολύ ενδιαφέρουσα και προκλητική ερμηνεία περί μιας, εν πολλοίς, συνειδητής επιλογής δευτεραγωνιστή στον «πόλεμο της καινοτομίας», εκ μέρους των αναπτυγμένων οικονομικά ευρωπαϊκών κρατών. Η θεωρητική αιτιολόγηση αυτής της «βολικής» στάσης δευτεραγωνιστή, που υιοθετούν οι (ευρωπαϊκές) συντονισμένες οικονομίες στο πεδίο της καινοτομίας, έχει ως εξής: Χώρες, όπως οι ΗΠΑ, που η οικονομία τους είναι ισχυρά προσανατολισμένη στη διαρκή και ριζική τεχνολογική καινοτομία, είναι συνήθως χώρες υψηλής ανισότητας και λειψής κοινωνικής εξασφάλισης, καθώς τα κίνητρα προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις για την προώθηση της καινοτομίας υποχρεωτικά αναλώνουν τους πόρους για την εξασφάλιση. Οι χώρες αυτές κινούνται στα παγκόσμια ανώτατα τεχνολογικά όρια, εισφέροντας εντελώς δυσανάλογα στη διαμόρφωσή τους. Άλλες αναπτυγμένες χώρες μπορούν να εκμεταλλευτούν τη διάχυση των τεχνολογικών προχωρημάτων, εντός ενός τεχνολογικά αλληλεξαρτημένου κόσμου, και να διαφυλάξουν πόρους, οι οποίοι δημιουργούνται από την ανάπτυξη που προκαλεί ο τεχνολογικός μετασχηματισμός που προώθησαν οι πρωτοπόροι, ώστε να τους παροχετεύσουν σε πολιτικές  κοινωνικής εξασφάλισης και όρων ισότητας στο επιχειρείν. Επομένως, οι χώρες που ακολουθούν εκείνες που παράγουν τη ριζική καινοτομία, αν και λιγότερο εξελιγμένες τεχνολογικά και με μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, μπορούν να επιτύχουν υψηλότερους δείκτες ευημερίας. Αλληλεξάρτηση, λοιπόν, σημαίνει ότι η Σουηδία μπορεί να τροφοδοτήσει το εξισωτικό μοντέλο της στο βαθμό που οι ΗΠΑ διατηρούν το, κοινωνικά ανηλεώς, προσανατολισμένο στην καινοτομία δικό τους και, φυσικά, στο μέτρο που οι θετικές εξωτερικότητες της καινοτομίας μπορούν να «φτάσουν» σε αυτήν. [Βλέπε, ενδεικτικά, τη μελέτη Acemoglu, D., Robinson, J. A., & Verdier, T. (2017). Asymmetric growth and institutions in an interdependent world. Journal of Political Economy, 125(5), 1245-1305.].

Γνώμη μου είναι ότι αν η σύγκρουση ΗΠΑ και Κίνας ενταθεί, τότε θα απειληθεί σοβαρά το παραπάνω μοντέλο που έχουν κτίσει οι χώρες συντονισμένης οικονομίας. Ιδιαίτερα, αν γεωπολιτικοί λόγοι και λόγοι εθνικής ασφάλειας απλώσουν και εντείνουν το ρεύμα του τεχνο-εθνικισμού (δηλαδή, στρατηγικών που αποφέρουν δυσανάλογα οφέλη στις χώρες που τις προωθούν, προκρίνοντας αποκλειστικά την οικονομική και εθνική τους ασφάλεια, διαμέσου της ανάπτυξης των δικών τους τεχνολογικών δυνατοτήτων, σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος για τις υπόλοιπες χώρες), τότε η διάχυση των ριζικών καινοτομιών θα παρεμποδιστεί και η αίσθηση ασφάλειας που νιώθουν οι χώρες αυτές, κατά τη μεταβατική περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει, θα αποδειχθεί εντελώς εικονική και, σύντομα, θα πρέπει να κάνουν επώδυνες επιλογές που θα ανατρέψουν τη συνθήκη «αμεριμνησίας», με την οποία έχουν εξοικειωθεί, σχεδόν από το 1945 και μετά.


,

Ιστολόγιο γνώμης και πληροφόρησης

του Θεόδωρου Χ. Ντρίνια

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε